Οι ηρωίδες Μανιάτισσες και η 192η επέτειο της Μαχης του Διρού... Η ΕΛ Hero δίπλα στο ανεπανάληπτο θρύλο
- Εμφανίσεις: 2074
Ο Ιμπραήμ Πασάς με τον τίτλο του πορθητή του Μεσολογγίου και την έπαρση του ανίκητου στρατάρχη, περνά την Πελοπόννησο δια πυρός και σιδήρου. Ο ιερός υπέρ πάντως Αγώνας του Έθνους πνέει τα λοίσθια. NIKH Η΄ ΘΑΝΑΤΟΣ Στην άκρη του Μοριά, όμως, η πετρόσπατη γωνία της Μάνης , η αδούλωτη, η περήφανη, η κληρονόμος του πνεύματος και πρακτικών της αρχαίας Σπάρτης Εδώ κυματίζουν ακόμη δικέφαλοι αετοί και σύμβολα της ελευθερίας.
Για αυτό και ο Ιμπραήμ αποφασίζει πως ήρθε ο καιρός να λύσει «μια και καλή» τους λογαριασμούς του με τούτο το απάτητο κάστρο του αγώνα. Στις 29 Μαΐου 1826 στέλνει από τη Μεθώνη μαύρο γράμμα και τον προσκαλεί «…εις δέκα ημερών προθεσμίαν να έλθετε με τους σημαντικούς της πατρίδος σας εις εμέ δια να την ασφαλίσετε,άλλως θα κάνω την πατρίδα σας ως την άλλην Πελοπόννησον, να μην αφήσω ίχνος οσπιτίου»
Στην πρόκληση αυτή η απάντηση ήταν: «Προς τον Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου: «ελάβαμεν το γράμμα σου, εις το οποίον είδαμεν να μας φοβερίζεις, ότι αν δε σου προσφέρομεν την υποταγήν μας, θέλεις εξολοθρεύσεις τους Μανιάτας και την Μάνην. Δια τούτο και ημείς σε περιμένομεν με όσας δυνάμεις θελήσεις… Οι κάτοικοι της Μάνης γράφομεν και σε περιμενόμεν….» Οι Μανιάτες αποδεικνύουν έμπρακτα ότι δε δέχονται φοβέρες, ούτε λυγίζουν στο πλήθος των εχθρών, δεν υποκύπτουν σε δυνάστες ούτε δέχονται δεσμά, ζουν στους πύργους και τ’ άγρια βουνά τους, φτωχοί και λεύτεροι… «Δια τούτο και ημείς σε περιμένομεν με όσας δυνάμεις θελήσεις….» Λόγια αντίστοιχα του «Μολών λαβέ»…» του Λεωνίδα. Η Ιστορία συνεχίζεται πανομοιότυπη και απαράλλαχτη. Τον περίμεναν, λοιπόν, στην Βέργα τα’ Αλμυρού, αφού κήρυξαν πανστρατιά σε ολόκληρη την Μάνη.
Την απόφασή τους να αντισταθούν την γνωστοποίησαν στην Διοίκηση και στον Κολοκοτρώνη, γράφοντες… « Εκρίναμεν εύλογον να σας πληροφορήσωμεν ότι ημείς κατά κοινήν επιθυμίαν, ενωθέντες στενότατα και αγκαλιασθέντες δεσμόν πατριωτικής αγάπης… θέλει τοποθετηθώμεν εις τον Αλμυρόν όπου βέβαια θέλει είναι μέρος δια την εισβολήν του εχθρού…» Την 22αν Ιουνίου, ο Ιμπραήμ επιτίθεται με πολυπληθή στρατό (8.000 πεζών και 2.000 ιππέων) κατά 2.400 Μανιατών, ενώ ταυτόχρονα σ’ ένα πονηρό εγχείρημα αντιπερισπασμού αποβιβάζει την νύχτα 2.000 Τουρκοαιγυπτίους πολεμιστές στο Διρό… γιατί…… Οι γι’ άντρες όλοι ελείπασι τ’ ήτα στην Βέργα τ’ Αλμυρού όπου Τρωάδα ο πόλεμος έπααινε δύο μερόνυχτα Μόνο τα γυναικόπαιδα και γέροντες ανώφελοι γιατ’ ήτα θέρος βρέθησα με τα τραπάνια στα λουριά…
Επειδή ήταν θέρος οι κάτοικοι κοιμούνταν στ’ αλώνια και ξημερώνοντας, ξαφνιάστηκαν από τις φωτιές και τα φουσάτα του Ιμπραήμ… Προς στιγμήν τα έχασαν αλλά γρήγορα συνήλθαν από τον αιφνιδιασμό… κι ο πρωτοσύγγελος Ρηγανάκος… που λειτουργούσε στο Διρό και ο Παπα-Πουλάκος στον Άγιο Νίκωνα της Χαριάς, πρωτοβάρεσαν τις καμπάνες και το φοβερό μαντάτο μεταδόθηκε από χωριό σε χωριό σε όλη την Μάνη. Κι εκείνη την κρίσιμη ώρα που ψυχή του ανθρώπου καλείται να διαλέξει δρόμο, στις καρδιές των γερόντων, των παιδιών και των γυναικών θεριεύει το μένος για την σωτηρία τη προσφιλούς πατρώας γης. ΜΝΗΜΕΙΟ ΔΙΡΟΣ Ο Αμβρόσιος Φραντζής γράφει παραστατικά για τον πάνδημο συναγερμό της Μάνης «Οι Μανιάτες έκρουσαν τους κώδωνας των εκκλησιών των και όλοι συναχθέντες, Αρχιερείς, Ιερείς, άνδρες γυνάικες, γέροντες και παίδες έδραμον κατά το Διρό… γράφοντες προς τους εν Αλμυρώ αμυνομένους να μην ταραχθώσι ποσώς, μηδέν’ αφήσωσιν την θέσιν των» Μανιάτες και Μανιάτισσες αρχίζουν πρώτοι την επίθεση κατά των Αιγυπτίων, που παρατάχθηκαν κατά φάλαγγες και έτσι μπόρεσαν να αναχαιτίσουν το κύμα της μανιάτικης επίθεσης.
Αντεπιτίθενται τώρα αυτοί. Οι Μανιάτες υποχωρούν και οχυρώνονται πίσω από έναν τοίχο ξηρολιθιάς. Οι Αιγύπτιοι τους χτυπούν με πυροβόλα. Λόγω του πετρώδους του εδάφους οι βολές είναι φονικές. Αυτό υποχρεώνει τους αμυνομένους να επιχειρήσουν επίθεση από τα πλάγια. Το εγχείρημα επιτυγχάνει. Οι εχθροί τρέπονται σε φυγή, σπεύδουν στα πλοία για να σωθούν. Εκείνη ην μεγάλη στιγμή φθάνει από τον Αλμυρό , όπου στο μεταξύ είχε υποχρεώσει σε πανωλεθρία τον στρατό του μέχρι τότε αήττητου σερασκέρη. Ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης με 300 πολεμιστές μετά από συνεχή πορεία 15 ωρών. Και τότε όλοι μαζί,ακόμη και δρεπανηφόρες γυναίκες ορμούν προς την ακτή. Λέει χαρακτηριστικά το μοιρολόι «Άνοιξε η μάχη και ο καυγάς, κι εγίνη ξεσυνέριση σ΄όλα τα Σπαρτιατόγγονα , ποίοι θα πάσε μπροστινοί…» Παρά τους 1.000 κανονιοβολισμούς που έριξαν τα αιγυπτιακά πλοία προ εκφοβισμό τίποτα δεν μπορούσε να ανακόψει την ιερή μανία ων Μανιατών και των Μανιατισσών. Σε λίγη ώρα σύμφωνα με μαρτυρία αυτόπτη ο τόπος γέμισε κουφάρια και όρμος του Διρού κοκκίνισε από το αίμα. Ήταν δύσκολη η διαφυγή από μια τέτοια κακοτράχαλη περιοχή… Εδώ διέπρεψαν πιο πολύ οι γυναίκες. Τα σκουριασμένα δρεπάνια του θέρισαν κεφάλια. Το μοιρολόι τελειώνει με το εγκώμιο των γυναικών «Εύγε σας, μεταεύγε σας γυναίκες, άντρες γίνατε, σαν αντρειωμένες κρούετε, σαν Αμαζόνες μάχεστε» Ο αυστηρός και έγκυρος ιστορικός, ο Μεσολογγίτης Σπυρίδων Τρικούπης γράφει «Άνδρες εφάνησαν κι αυταί αι δρεπανηφόροι Μανιάτιδες και άξιον μνήμης το εξής ανδροαγάθημα μιας αυτών: Θερίζων ο γερο Βοζίκης τον επί της παραλίας αγρόν του, συνελήφθη υπό δύο Αιγυπτίων…καταγινομένων δε εις δεσμευσίν του έπεπεσεν την συνθερίζουσα θυγατέρα του Πανώρηα, έκοψε τον λάρυγγα του ενός και βοηθούμενη του πατρός της εφόνευσε και τον άλλον.
Οι ηρωίδες Μανιάτισσες λοιπόν πανάξιες διάδοχοι των γυναικών του «Ταν ή επί τας» δεν προτίμησαν να στήσουν νέο Ζάλογγο αλλά προτίμησαν να στήσουν έναν ανεπανάληπτο θρύλο που βασικό του συστατικό ήταν η αλύγιστη θέληση και το αρχαίο ήθος που κουβαλούσαν από τα βάθη των αιώνων. «’Μεις το ΄χουμε φυσικό απ’ άκοή και αγροικησιά, από την Σπάρτη ήρθασι…» λέει ένα παλιό μανιάτικο στοιχούργημα. Το αίσθημα της ηρωικής καταγωγής και της υψηλής ευθύνης δεν επιτρέπει στην Μανιάτισσα, μητέρα, σύζυγο, αδελφή, τον εκπεσμό. Έχει ενσωματωθεί στην εσωτερική της υπόσταση και έχει γίνει καρπός της ψυχής της. Η Μανιάτισσα δε θήλαζε τα παιδιά της μόνο με το γάλα των μαστών της, τα θήλαζε όπως προσφυώς λέει ο Διονύσιος Σολωμός, με «γάλα ανδρείας και λευτεριάς». Δεν μεγάλωνε παιδιά, μεγάλωνε τουφέκια σπαθιά… Ίσως να μην ήξερε γράμματα και δεν ήξερε. Ίσως να μην είχε διδαχθεί ιστορία και δεν είχε. Αισθανόταν όμως ενδόμυχα να την συνδέει με το παρελθόν ο ακατάλυτος δεσμός της αθάνατης ελληνικής ψυχής, που έφτασε σ΄αυτή από γενιά σε γενιά και από τα βάθη των χιλιετηρίδων. Έτσι ένιωθε πάντα η Μανιάτισσα γυναίκα. Σ’ όλες τις κρίσιμες ανθρώπινες ώρες τότε που χρειάζεται να παρθεί μια ενέκκλητη απόφαση για τη ζωή και το θάνατο για ό,τι ονομάζουμε τιμή και ντροπή, η Μανιάτισσα όσο και αν φορούσε ρούχα γυναικεία, σκεφτόταν και φερόταν σαν έκρυβε μέσα της έναν άντρα, έμοιαζε «αντρόβουλη», καθώς την αποκαλεί ο Φώτος Πολίτης. Δεν φοβόταν την μεγάλη ευθύνη, ούτε περιόριζε το ενδιαφέρον της σε ό,τι θα την εξυπηρετούσε πρακτικά ξεπερνώντας το δεδομένο της φτώχειας της που θα τσάκιζε, θα ταπείνωνε κάθε άλλη ,εκείνη με το να μάθει από τη μάνα της και από την μάνα της μάνας της και από όλες τις γριές της γενιάς της, να χρησιμοποιήσει στις ριζικές ,ας πούμε ,αξιολογήσεις της άλλα κριτήρια σε τίποτα δεν εμποδίζονταν να νιώθει περηφάνεια για την θέση της κοντά στους άλλους έστω και αν φόραγε ένα πάμφθηνο φουστάνι και αν έτρωγε ένα ξερό κομμάτι ψωμί. Αλλού τοποθετούσε την αξία.
Η Μανιάτισσα ήταν o θεματοφύλακας του πατροπαράδοτου ήθους, ένα πρόσωπο, που με το να στέκεται πιο κοντά στην παιδική ηλικία, έπαιρνε και διεβίβαζε ασφαλέστερα τα «προστάγματα» σ΄όλο το σόι από τη μια γενιά στην άλλη, Ο άντρας σκότωνε, σκοτωνότανε,, φυγοδικούσε, πήγαινε χρόνια φυλακή, πήγαινε παντού στην Ελλάδα να πολεμήσει και δε γύριζε, Η γυναίκα έπρεπε να μείνει στο ποδάρι του, να πάρει το τιμόνι. Και αν σκότωναν τον άντρας της, με την ψυχή στο στόμα. Αυτή ήταν η απλή, η αγνή, η αγέρωχη Μανιάτισσα με τους πόνους της με τα μοιρολόγια της, με τα έργα της, με τις ικεσίες, με τις κατάρες με την αλόγιστη πίστη της σε ό,τι εκφράζει το χρέος… η τιμή… η πατρίδα. Κλείνοντας τους πανηγυρικούς που εκφωνούνται σε κάθε ιστορική επέτειο, συνηθίζεται να διαβεβαιούμε τους ήρωες και τις ηρωίδες προγόνους μας ότι τους είμαστε ευγνώμονες για τις αιματοβαμμένες θυσίες τους και….ότι είμαστε έτοιμοι να πράξουμε κι εμείς το καθήκον μας όταν μας χρειασθεί η πατρίδα….
Αναρωτιέμαι, όμως,τους αρκεί αυτό; Αν επιχειρούσαμε τώρα μια υπέρβαση…., ένα άλμα στο χωροχρόνο και καλούσαμε να έρθουν εδώ, κοντά μας τη Γερακαρίνα και τη Θερασέρη – τις γυναίκες που πήραν τη θέση και τ’ άρματα των γυιων τους,που σκοτώθηκαν και, παρά τον ανείπωτο σπαραγμό τους, συνέχισαν στο πόδι τους τη μάχη- την υπέργηρη Πιέραινα, τη μάνα του Πετρόμπεη, που ,ζωσμένη το σπαθί της, ανηφόρισε από το Λιμένι στη Τσίμοβα για να βοηθήσει, παρά τα χρόνια της, τον αγώνα, την Κυριάκαινα, τη Ληγορού, την Καλαπόθαινα ή την Καπετανόνυφη, τον Πρωτοσύγγελο Ρηγανάκο ή τον παπά-Πουλάκο της Χαριάς…Αν,λοιπόν, έρχονταν εδώ και στέκονταν μπροστά μας – με την ολόρθη και μαυριδερή κορμοστασιά τους- καρφώνοντας το διαπεραστικό αλλά γεμάτο ερωτηματικά ή και πικρία βλέμμα τους στο δικό μας…..τι απαντήσεις θα δίναμε στα αμείλικτα «γιατί» τους; Παραδομένοι, τις τελευταίες δεκαετίες σε μια δυτικότροπη ζωή, προσανατολισμένοι, στη πλειοψηφία μας στην υπερκατανάλωση και το επαίσχυντο lifestyle , που τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης- Μέσα Μαζικού Εκφυλισμού, κατά τη γνώμη μου,-που επέβαλαν στις ζωές μας, χάσαμε την πυξίδα μας, απομειώσαμε τα ιδανικά μας, ανατρέψαμε την ιεραρχία των προτεραιοτήτων μας……. ..….ξεγελαστήκαμε…..παρασυρθήκαμε…..Και…..αλλοίμονο…
Περνώντας πια μπροστά από το ΄ρημοκκλήσι του Διρού αλλά κι από κάθε ‘ρημοκκλήσι, δεν κάνουμε το σταυρό μας ,ξεφυλλίζοντας τα σχολικά εγχειρίδια των παιδιών μας δεν βρίσκουμε ούτε μια αράδα, που ν’ αναφέρεται στις αντρειωμένες του Διρού.Οι κρουνοί της τροφοδοσίας της ιστορικής μας μνήμης-που κρατήθηκε ζωντανή για χιλιετίες- σιγά-σιγά…. στερεύουν.Τα παιδιά μας δεν μαθαίνουν πια την ιστορία τους, αφού και οι νέοι εκπαιδευτικοί, στην πλειοψηφία τους, δεν την ξέρουν, οι παλιότεροι δεν την μνημονεύουν και κάποιοι άλλοι ,περιβαλλόμενοι βαρυσήμαντους πανεπιστημιακούς τίτλους, δεν διστάζουν να την παραποιούν. Τα παιδιά μας δεν καταλαβαίνουν πλέον, τα μανιάτικα μοιρολόγια, αφού δεν κατανοούν τη γλώσσα τους, που τους είναι απόμακρη και ξένη….Τα παιδιά μας δεν είναι πια σε θέση να διακρίνουν την ηρωική μορφή του Πετρόμπεη από εκείνη του Κολοκοτρώνη ή του Καραϊσκάκη. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς αφού οι εικόνες των ηρώων και των αγίων αποκαθηλώνονται ως σύμβολα παρωχημένα και ενοχλητικά, ανδριάντες και ηρώα κατεδαφίζονται και βεβηλώνονται στο όνομα μιας νεόκοπης αντίληψης για δήθεν άμβυνση των αντιθέσεων μεταξύ των λαών…..
Λάβαρα και σημαίες παραδίδονται, ανερυθρίαστα την πυρά….. Με δεδομένα όλα αυτά, τι ,άραγε, θα βρούμε να ψελίσουμε στους άυλους επισκέπτες μας, που θ΄ασναρωτιούνται με οργή: « Προς τι τόσο αίμα, τόσες θυσίες, τόσες αγδίκιωτες ζωές, προς τι τ΄ανδραγαθήματα και τ΄αριστεύματα, που άγγιξαν τα όρια του μύθου; Αν δεν καταφέρουμε να βρούμε και να τους δώσουμε πειστικές απαντήσεις……Ε…τότε είναι, σίγουρα, επιβεβλημένο ν΄αλλάξουμε τη πορεία μας, ν΄αναθεωρήσουμε τη στάση μας απέναντι στην ιστορία και τα ιδανικά μας για να μπορούμε να στεκόμαστε και πάλι περήφανοι απέναντί τους….. «τις κείνων ρήμασι πειθόμενοι…» Και η αλάθητη λαϊκή Μούσα μας διεφύλαξε ατόφιον τον μεγάλο και ανεπανάληπτον θρύλο των γυναικών της Μάνης, που αντί να στήσουν ένα καινούργιο Ζάλογγο, έκαναν κάτι το πρωτόγνωρο, αδιανόητο, αφάνταστο, ηρωϊκό, επικό και μεγαλειώδες: «…Οι γυναίκες εν τω άμα, κάμανε μεγάλο θάμα. Ανασκουμπώνουν τις ποδιές και βάνουν πέτρες στρογγυλές.
Καύκαλα ανοίγουνε πολλά ή σκορπούνε τα μυαλά και αρπάζουν τα τραπάνια και τους κόβουν τα κεφάλια… Άλλο πάλι περιστατικό αναφέρει ότι η κόρη του γέρο-Βοζίκη, Πανωραία (Πανώρια), πηγαίνοντας στο χωράφι με ψωμί και βλέποντας δυο Τουρκοαιγύπτιους να προσπαθούν να δέσουν τον καταληφθέντα εξ απήνης γέροντα πατέρα της, απέκοψε τον λάρυγγα του ενός με το δρεπάνι και με την βοήθεια του πατέρα της εξέκαμε και τον άλλον. Ενώ η γυναίκα του Γεωργούλια Γερακαράκου με τον μικρό γιό της, ονόματι Κατσιβαρδά, που πήγαινε λίγο ψωμί και τυρί στον άντρα της πού πολεμούσε στη Βέργα νηστικός τρία μερόνυχτα, μπλέχτηκε στον πόλεμο μαζί με τις άλλες γυναίκες στο Λαγκάδι της Χαριάς. κοντά στα Ξεπαπαδιάνικα, κι ενώ το παιδί της πολεμούσε με το όπλο, εκείνη κυνηγούσε τους Τούρκους με τις πέτρες. Κι όταν το παιδί της χτυπήθηκε θανάσιμα, πήρε το όπλο του και κλείνοντας τα ματάκια του, του είπε: «…Κοιμήσου, παιδάκι μου… κοιμήσου. Πήρα εγώ τη θέση σου…»
Κάτι παρόμοιο έκανε και η Θερασέρη στο Φλομοκότρωνα της Χαριάς. Πηγαίνοντας ψωμί και νερό στους πολεμιστές, βρήκε το παιδί της σκοτωμένο στο ταμπούρι του. Οι άλλοι δεν το είχαν καταλάβει. Δεν είπε μιλιά σε κανέναν. Έπνιξε τον πόνο της, έκανε πέτρα την καρδιά. Πήρε το καριοφίλι του παιδιού της και τουφεκώντας αδιάκοπα τους εχθρούς, γύριζε κάθε τόσο και έβλεπε το παιδί της και του έλεγε: «Κοιμήσου…ξεκουράσου, παιδάκι μου. Είμαι εγώ στη θέση σου…»» πηγη:greekmilitary